- καλοφτιαγμένος
- sleek
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία … Dictionary of Greek
ευκατασκεύαστος — εὐκατασκεύαστος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα 2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκευαστός (< κατα σκευάζω)] … Dictionary of Greek
ευκρότητος — εὐκρότητος, ον (Α) (για μετάλλινο σκεύος ή για ξίφος) καλά σφυρηλατημένος, κατεργασμένος καλά, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος (α. «εὐκροτήτου πρόχου», Σοφ. β. «εὐκρότητον δορίδα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροτητός «σφυρηλατημένος» (< κροτέω… … Dictionary of Greek
ευμορφοκαμωμένος — η, ο και ομορφοκαμωμένος (Μ εὐμορφοκαμωμένος, η, ον και ὀμορφοκαμωμένος, η, ον και ὀμορφοκάμωτος, η, ο) 1. ωραίος στο σώμα και στη μορφή 2. (για πράγματα) κατασκευασμένος με τέχνη, με επιτυχία, καλοφτιαγμένος … Dictionary of Greek
ευπαγής — εὐπαγής, ές (ΑΜ) (για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός αρχ. 1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος 2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα 3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο 4. αυτός… … Dictionary of Greek
ευσύγκριτος — η, ο (Α εὐσύγκριτος, ον) νεοελλ. αυτός που μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλο εύκολα αρχ. 1. ο καλά συγκροτημένος, ο καλοφτιαγμένος 2. ο διορατικός. επίρρ... εὐσυγκρίτως (Μ) με σωστή διάκριση, με τη «διάκριση» ως πνευματική αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
εύπλαστος — η, ο (Α εὔπλαστος, ον) 1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος 2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός 3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση 1. (με ενεργ.… … Dictionary of Greek
εύτευκτος — εὔτευκτος, ον (Α) καλά κατασκευασμένος, καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»)] … Dictionary of Greek
μαστορικός — ή, ό [μάστορας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει στον μάστορα («μαστορικά σύνεργα») 2. μτφ. (για πράγματα ή και πράξεις) ο καμωμένος με τέχνη και επιδεξιότητα, έντεχνος, καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος («μαστορικό σκάλισμα τού ξύλου»)… … Dictionary of Greek
πολύστημος — ον, Α 1. αυτός που σύγκειται από πολύ στημόνι, ο υφασμένος πυκνά 2. (κατ επέκτ.) ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στημος (< στήμων «στημόνι», με θεματική μορφή), πρβλ. μονό στημος] … Dictionary of Greek